-
1 δίαλον
δίαλον· φανερόν, and [full] διάλας· τὰς δήλας καὶ φανεράς, Hsch. -
2 δῆλος
Grammatical information: adj.Other forms: beside δέελος `visible' (Κ 466).Derivatives: Denomin. δηλόω `make clear' (Ion.-Att.) with δήλωσις, δήλωμα (Att. etc.), δηλωτικός (Hp.). - Often with prefix: ἀρί-δηλος (with, through inverted writing [cf. ζα- = δα-], ἀρί-ζηλος), ἔκ-, ἔν-, ἐπί-, κατά-δηλος etc. with ἐκδηλόω etc. See Strömberg Greek Prefix Studies (Index s. vv.). δεϜαλῶσαι (BCH 1988, 283f., Mantinea IVa) with hypercorrect F (RPh 71, 1997, 156).Etymology: The glosses δίαλον φανερόν and διάλας τὰς δήλας καὶ φανεράς H., dialectical for δεα-, show that δῆλος continues *δέαλος \< *dei̯h₂lo-, cognate with δέατο \< *dei̯h₂-to (s. v.). This fits also for ἔκδηλος in Ε 2 (Bechtel Lex. 98). (Diff. Schulze Q. 244 A. 2, Chantr. Form. 242.) - On δέελος s.v. On εὑδείελος (s. v.).Page in Frisk: 1,378-379Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δῆλος
См. также в других словарях:
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek